χθεσινός

χθεσινός
χθεσινός, -ή, -ό και χτεσινός, -ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χτεσινή ημέρα, αυτός που έγινε χτες: Αυτό το φαΐ είναι χθεσινό.
2. πρόσφατος, του τελευταίου καιρού: Αυτό είναι χτεσινό παιδί.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χθεσινός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χθεσινός — ή, ό / χθεσινός, ή, όν, ΝΜΑ, και χτεσινός Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προηγούμενη ημέρα, που έγινε ή συνέβη χθες (α. «η χθεσινή γιορτή» β. «τῇ χθεσινῇ τραπέζῃ», Ιωάνν. Χρυσ.) νεοελλ. συνεκδ. πρόσφατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χθές + κατάλ. ινός… …   Dictionary of Greek

  • χθεσινά — χθεσινός neut nom/voc/acc pl χθεσινά̱ , χθεσινός fem nom/voc/acc dual χθεσινά̱ , χθεσινός fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χθεσινόν — χθεσινός masc acc sg χθεσινός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χθεσινοί — χθεσινός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χθεσινοῦ — χθεσινός masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χθεσινῆς — χθεσινός fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χθεσινῇ — χθεσινός fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χθεσινή — χθεσινός fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χθεσινήν — χθεσινός fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”